απορίχνω

απορίχνω
-ιξα (για έγκυο γυναίκα ή ζώο), γεννώ πριν από την ώρα μου, αποβάλλω: Η φοράδα απόριξε για δεύτερη φορά. Ουσ. απόριγμα, το -ατος, και αποριξιμιό, το αυτό που γεννήθηκε πριν από την ώρα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απορίχνω — κ. ρίχτω βλ. απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”